- χωματότοπος
- ο, Ντόπος με χώμα, χωρίς βλάστηση ή πέτρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + τόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωματότοπος — ο τόπος γεμάτος από χώμα, τόπος απαλλαγμένος από πέτρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek